Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει εδώ και χρόνια έναν φιλόδοξο στόχο: τη δημιουργία ενός Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας (European Research Area – ERA), ενός πλαισίου όπου η γνώση, η καινοτομία και η επιστήμη θα κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς νομικά ή διοικητικά εμπόδια. Ωστόσο, αυτό το όραμα απέχει ακόμη πολύ από την υλοποίησή του. Το Policy Paper #23, που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2025 από το Communia Association, υπογραμμίζει ότι το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο πνευματικής ιδιοκτησίας εμποδίζει σοβαρά τη διενέργεια σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, ιδιαίτερα σε διακρατικό επίπεδο.
To Policy Paper προτείνει επομένως τη θέσπιση μιας γενικής, υποχρεωτικής εξαίρεσης για την επιστημονική έρευνα, η οποία θα επιτρέπει στους ερευνητές να χρησιμοποιούν, να αναπαράγουν και να μοιράζονται προστατευόμενα έργα για ερευνητικούς σκοπούς, χωρίς να προσκρούουν σε νομικά εμπόδια. Η μεταρρύθμιση αυτή, τονίζει, είναι αναγκαία για να «ξεκλειδώσει» η πέμπτη ελευθερία της ΕΕ — η ελευθερία της γνώσης, της έρευνας και της εκπαίδευσης.

Το πρόβλημα: Έρευνα υπό περιορισμούς
Σήμερα εντοπίζονται τέσσερα κύρια προβλήματα στο σημερινό καθεστώς:
- Οι ισχύουσες εξαιρέσεις δεν ανταποκρίνονται στο ψηφιακό περιβάλλον. Οι εθνικές νομοθεσίες της ΕΕ παρέχουν μεν δυνατότητα εξαιρέσεων για σκοπούς έρευνας, αλλά όχι με υποχρεωτικό τρόπο. Οι διαφορές από κράτος σε κράτος δημιουργούν νομική ανασφάλεια και ανισότητες.
- Η απαίτηση “μη εμπορικού σκοπού” είναι ανεπαρκής. Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών εξαιρέσεων ισχύει μόνο για μη κερδοσκοπική έρευνα. Όμως η σύγχρονη επιστήμη βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε δημόσιες-ιδιωτικές συνεργασίες, με χρηματοδότηση από ιδιωτικούς φορείς, γεγονός που καθιστά δυσχερή την εφαρμογή των εξαιρέσεων.
- Οι συμβάσεις υπερισχύουν των εξαιρέσεων. Οι άδειες χρήσης από εκδότες ή βάσεις δεδομένων μπορούν να αποκλείσουν τους ερευνητές από δικαιώματα που κατά τα άλλα θα είχαν, υπονομεύοντας τις εθνικές εξαιρέσεις.
- Η τεχνολογική προστασία (TPMs) μπλοκάρει την πρόσβαση. Τα τεχνικά μέτρα προστασίας συχνά εμποδίζουν τη νόμιμη πρόσβαση ερευνητών σε δεδομένα και έργα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν.
Αυτά τα εμπόδια έχουν απτά αποτελέσματα: σύμφωνα με έρευνα του 2024, πολλοί ερευνητές δηλώνουν ότι αναγκάστηκαν να τροποποιήσουν ή να εγκαταλείψουν ερευνητικά έργα λόγω φόβου νομικών επιπτώσεων. Η έλλειψη σαφήνειας γύρω από το τι επιτρέπεται και τι όχι έχει «παγώσει» τη δημιουργικότητα και την καινοτομία.
Η αποσπασματικότητα του ευρωπαϊκού πλαισίου
Η ΕΕ διαθέτει σήμερα διάφορες νομοθετικές πράξεις που επιτρέπουν εξαιρέσεις για επιστημονική έρευνα —όπως η Οδηγία InfoSoc (2001), η Οδηγία για τις Βάσεις Δεδομένων (1996), η Οδηγία για τη Μίσθωση και το Δανεισμό (2006) και πιο πρόσφατα η Οδηγία για τα Πνευματικά Δικαιώματα στην Ψηφιακή Ενιαία Αγορά (CDSM, 2019). Ωστόσο, μόνο η τελευταία προβλέπει υποχρεωτική εξαίρεση, και αυτή αφορά αποκλειστικά τη Text and Data Mining (TDM) —δηλαδή την εξόρυξη δεδομένων και κειμένων.
Αυτό σημαίνει ότι:
- Οι περισσότερες εξαιρέσεις είναι προαιρετικές (τα κράτη μπορούν να τις θεσπίσουν, αλλά δεν υποχρεούνται).
- Οι περισσότερες ισχύουν μόνο για μη εμπορική χρήση.
- Πολλές δεν καλύπτουν όλες τις πράξεις πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως τη «δημόσια επικοινωνία» ή τη «διανομή».
- Μόνο οκτώ κράτη μέλη εφαρμόζουν πλήρως τη δυνατότητα για γενική ερευνητική εξαίρεση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μωσαϊκό νομοθεσιών, που καθιστά την ευρωπαϊκή επιστημονική συνεργασία δυσλειτουργική. To Policy Paper υπενθυμίζει ότι ακόμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επισημάνει από το 2008 πως «η διαφορετική μεταχείριση των ίδιων πράξεων σε διαφορετικά κράτη μέλη δημιουργεί νομική αβεβαιότητα, ιδίως όταν η έρευνα διεξάγεται σε διακρατικό πλαίσιο».
Η πρόταση: Μια γενική, υποχρεωτική εξαίρεση για την έρευνα
Προτείνεται η θέσπιση μιας ευρείας, υποχρεωτικής εξαίρεσης που θα ισχύει οριζόντια για όλα τα αντικείμενα προστασίας και για όλες τις πράξεις πνευματικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένης της αναπαραγωγής, της διανομής και της δημόσιας κοινοποίησης. Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει:
- Να καλύπτει τόσο θεσμικούς όσο και μη θεσμικούς ερευνητές, δηλαδή όχι μόνο πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, αλλά και ανεξάρτητους επιστήμονες, δημοσιογράφους ή «πολίτες-ερευνητές».
- Να επιτρέπει τη χρήση έργων ανεξαρτήτως εμπορικού σκοπού, εφόσον η χρήση εξυπηρετεί τεκμηριωμένους ερευνητικούς σκοπούς και δεν υπονομεύει την κανονική εκμετάλλευση του έργου.
- Να ισχύει διασυνοριακά, ώστε σε κοινές ερευνητικές δραστηριότητες η πράξη χρήσης να θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα στο κράτος του φορέα που συντονίζει το έργο. Έτσι, εξασφαλίζεται ενιαία νομική βάση για πολυεθνικά έργα.
- Να μην υπόκειται σε αποζημίωση ή δικαιώματα αμοιβής προς τους δικαιούχους, όπως ήδη συμβαίνει με τις περισσότερες ευρωπαϊκές εξαιρέσεις για την έρευνα.
- Να προστατεύεται ρητά από παρακάμψεις, είτε μέσω συμβατικών όρων είτε μέσω τεχνολογικών μέτρων.
Η νέα εξαίρεση δεν αποσκοπεί στο να υπονομεύσει τα δικαιώματα των δημιουργών, αλλά να αποκαταστήσει την ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και στο θεμελιώδες δικαίωμα στην έρευνα. Όπως υποστηρίζουν νομικοί μελετητές, αυτό το δικαίωμα απορρέει ήδη από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρα 11 και 13), που εγγυώνται την ελευθερία έκφρασης, πληροφόρησης και επιστήμης.
Προστασία από συμβατικά και τεχνολογικά εμπόδια
To Policy Paper αφιερώνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη προστασίας της εξαίρεσης από υπερκάλυψη μέσω συμβάσεων. Σήμερα, πολλές άδειες χρήσης ψηφιακού περιεχομένου (ιδίως από μη ευρωπαϊκούς εκδότες) προβλέπουν ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι εκτός ΕΕ, καταργώντας πρακτικά τις εξαιρέσεις που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο. Η οργάνωση προτείνει να θεωρηθεί η νέα εξαίρεση υποχρεωτικού χαρακτήρα κατά το άρθρο 9 του Κανονισμού Ρώμη Ι, ώστε να υπερισχύει κάθε αντίθετης συμφωνίας ή επιλογής δικαίου.
Παράλληλα, ζητείται να διασφαλιστεί ότι τα τεχνικά μέτρα προστασίας (TPMs) δεν θα εμποδίζουν τη νόμιμη πρόσβαση των ερευνητών. Προτείνεται η θέσπιση διοικητικού μηχανισμού ταχείας ανταπόκρισης, ώστε όταν ένας ερευνητής ζητά πρόσβαση σε προστατευμένο περιεχόμενο, να τη λαμβάνει εντός 72 ωρών —κατά το σλοβενικό μοντέλο που ήδη εφαρμόζεται για εξαιρέσεις εξόρυξης δεδομένων.
Προς ένα νέο νομικό πλαίσιο γνώσης
Στις τελικές συστάσεις της, η COMMUNIA προτείνει δύο βασικές νομοθετικές παρεμβάσεις:
1. Θέσπιση γενικής εξαίρεσης για την επιστημονική έρευνα.
Μια πλήρως εναρμονισμένη, υποχρεωτική εξαίρεση χωρίς αποζημίωση, με ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη και σε όλες τις μορφές πνευματικής ιδιοκτησίας. Η εξαίρεση θα καλύπτει τη χρήση έργων για σκοπούς που δεν είναι άμεσα εμπορικοί ή που γίνονται υπό την ευθύνη ερευνητικών ή πολιτιστικών οργανισμών.
2. Θωράκιση της εξαίρεσης έναντι παρακάμψεων.
Η νέα νομοθεσία θα πρέπει να ορίζει ρητά ότι τυχόν αντίθετοι όροι συμβάσεων είναι ανίσχυροι, να προβλέπει μηχανισμούς πρόσβασης σε περιεχόμενο που προστατεύεται από TPMs, και να εξασφαλίζει ότι καμία επιλογή ξένου δικαίου δεν μπορεί να στερήσει τους ερευνητές από τα δικαιώματα που τους παρέχει η ευρωπαϊκή εξαίρεση.
Προτείνεται η νέα εξαίρεση να ενταχθεί είτε στο υπό σχεδιασμό ERA Act είτε σε ένα ευρύτερο Digital Knowledge Act, το οποίο θα αναδιαμορφώσει συνολικά τα δικαιώματα των «ιδρυμάτων γνώσης» στην ψηφιακή εποχή.
Γιατί έχει σημασία
Η επιστημονική έρευνα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση. Όταν οι ερευνητές χρειάζονται νομική συμβουλή για να διαβάσουν, αντιγράψουν ή μοιραστούν ένα άρθρο, η πρόοδος επιβραδύνεται. Οι σημερινές ασάφειες γύρω από τα πνευματικά δικαιώματα αποτρέπουν τη συνεργασία, ιδίως στα διεθνή και διατομεακά έργα, και ενισχύουν την εξάρτηση από λίγους μεγάλους εκδότες.
Η πρόταση θέλει να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ δημιουργών και ερευνητών. Αναγνωρίζει ότι οι δημιουργοί αξίζουν προστασία και αμοιβή, αλλά επισημαίνει ότι η υπερβολική ρύθμιση καταλήγει να περιορίζει την επιστημονική καινοτομία και, τελικά, την ίδια την κοινωνική πρόοδο. Η θέσπιση μιας γενικής εξαίρεσης για την επιστημονική έρευνα δεν αποτελεί απειλή για το copyright· αποτελεί προϋπόθεση για μια δημοκρατική, ανοικτή και ανταγωνιστική Ευρώπη της γνώσης.